- ἐπιδιδυμίς
- ἐπιδιδῠμίς, ίδος, ἡ, (A
δίδυμος 11
) in Anatomy, epididymis, Gal.4.565.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίδυμος 11
) in Anatomy, epididymis, Gal.4.565.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιδιδυμίς — epididymis fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιδυμίδα — ἐπιδιδυμίς epididymis fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιδυμίδας — ἐπιδιδυμίς epididymis fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιδυμίδες — ἐπιδιδυμίς epididymis fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιδυμίδι — ἐπιδιδυμίς epididymis fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιδυμίδος — ἐπιδιδυμίς epididymis fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδιδυμίσι — ἐπιδιδυμίς epididymis fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιδιδυμίδα — η (AM ἐπιδιδυμίς) σπειροειδής εκφορητικός πόρος από τον οποίο απεκκρίνεται το σπέρμα στον σπερματικό πόρο και βρίσκεται στο επάνω και πίσω μέρος τού όρχεως … Dictionary of Greek
ουρογεννητικό σύστημα — (Ανατ.). Τα όργανα που στον άνθρωπο προορίζονται για τον σχηματισμό και την αποβολή των ούρων, καθώς και εκείνα που αποσκοπούν στην αναπαραγωγή, μπορεί να θεωρηθούν ως ένα σύστημα εξαιτίας της κοινής εμβρυολογικής προέλευσης τους. Στον ενήλικο, η … Dictionary of Greek